κυρώ

κυρώ
(I)
κυρῶ, -έω και κύρω (Α)
1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.)
2. προσκρούω
3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.)
β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.)
γ. «ἐπ' ἀκταῑς νιν κυρῷ», Ευρ.)
4. (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν», Ευρ.)
5. πετυχαίνω τον σκοπό μου («ἔκυρσας ὥστε τοξότης... σκοποῡ», Αισχύλ.)
6. λαμβάνω, αποκτώ («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», Πλάτ.)
7. συμβαίνω, γίνομαι («καλῶς τὰ πλείω κυρεῑ», Αισχύλ.)
8. επακολουθώ, έρχομαι ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», Ευρ.)
9. πετυχαίνω το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών», Σοφ.)
10. έχω επιτυχίες, ευημερώ, προκόβω
11. (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να είμαι (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», Αισχύλ.
β. «φονέα σε φημί... κυρεῑν», Σοφ.)
12. φρ. «κυρῶ πρός...» — αναφέρομαι σε κάτι («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῡντα», Πολ.)
13. παροιμ. φρ. «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κύρ-ω < *κῠρ-yο, με αντέκταση ( > ), ο δε τ. κυρώ είναι υστερογενής μεταπλασμένος τ. ενεστ. τού κύρω. Η σύνδεση τής λ. με τους τ. καιρός και κυρίττω δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. συγκυρία].
————————
(II)
κυρῶ, -όω (AM)
βλ. κυρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύρω — (Α) βλ. κυρώ (Ι) …   Dictionary of Greek

  • κυρῶ — κυρέω hit pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυρέω hit pres ind act 1st sg (attic epic doric) κῡρῶ , κυρόω confirm pres subj act 1st sg κῡρῶ , κυρόω confirm pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρω — Κύ̱ρω , Κῦρος the elder Cyrus masc nom/voc/acc dual Κύ̱ρω , Κῦρος the elder Cyrus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρω — κύ̱ρω , κυρέω hit pres subj act 1st sg κύ̱ρω , κυρέω hit pres ind act 1st sg κύ̱ρω , κυρόω confirm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κύ̱ρω , κυρόω confirm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρῳ — Κύ̱ρῳ , Κῦρος the elder Cyrus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • παρακύρω — Α συναντώ τυχαία, παρατυγχάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κύρω «συναντώ» (πρβλ. προσ κύρω, συγ κύρω)] …   Dictionary of Greek

  • προσκυρώ — (I) έω, και προσκύρω, Α 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.) 2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.) 3. συνορεύω 4. συναντώ κάποιον 5. πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • συγκυρώ — (I) έω, ΜΑ (για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη αρχ. 1. συναντώμαι κατά τύχη 2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ. β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.) 3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω)… …   Dictionary of Greek

  • συγκύρω — Α 1. ανήκω, υπάγομαι σε κάτι ή σε κάποιον 2. γειτνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κύρω, άλλος τ. τού κυρώ (Ι) «αποκτώ, συναντώ τυχαία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”